- αποσκεπάζω
- (Μ ἀποσκεπάζω)1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω2. αποκαλύπτω, φανερώνω3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω4. σκεπάζω εντελώςνεοελλ.αποσιωπώ, συγκαλύπτωμσν.(-ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσκεπάζω — ασα, άστηκα, ασμένος, σκεπάζω καλά, συγκαλύπτω: Κοιτάζουν τώρα ν’ αποσκεπάσουν τις πομπές τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)